- μηλοθύτης
- μηλο-θύτης, ὁ, der Schafe Schlachtende, Opfernde; βωμοὺς μηλοϑύτας ζητεῖν, wo Schafe geopfert werden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μηλοθύτης — μηλοθύτης, ὁ (Α) 1. ιερέας που θυσίαζε πρόβατα 2. φρ. «μηλοθύτης βωμός» βωμός πάνω στον οποίο γίνονταν θυσίες προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατον» + θύτης (< θύτης < θύω), πρβλ. ιερο θύτης] … Dictionary of Greek
μηλοθύταν — μηλοθύτᾱν , μηλοθύτης where sheep are sacrificed masc acc sg (epic doric aeolic) μηλοθύτης where sheep are sacrificed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοθύτας — μηλοθύτᾱς , μηλοθύτης where sheep are sacrificed masc acc pl μηλοθύτᾱς , μηλοθύτης where sheep are sacrificed masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων … Dictionary of Greek